υφορμος

υφορμος
ο / ὕφορμος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὕφορμος, -ον, ΜΑ
μικρός όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλημα πλοίων με μικρό μέγεθος
μσν.-αρχ.
ως επίθ. α) ο κατάλληλος για προσόρμιση
β) ο αγκυροβολημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὅρμος (ΙΙ). Ο τ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὑφορμῶ (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὕφορμος — anchorage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφόρμισις — ὕφορμος anchorage fem nom sg ὑφόρμισις harbour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφόρμοις — ὕφορμος anchorage masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφόρμους — ὕφορμος anchorage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφόρμων — ὕφορμος anchorage masc gen pl ὑ̱φόρμων , ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 3rd pl ὑ̱φόρμων , ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 1st sg ὑφορμάω to be in motion under imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑφορμάω to be in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφορμοι — ὕφορμος anchorage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφορμον — ὕφορμος anchorage masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαγωγή — η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω] η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.) μσν. αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”